- ὕδρης
- ὕδραwater-serpentfem gen sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυδειράς — (I) ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλές προεξοχές, πολλές κορυφές («ἀκροτάτη κορυφῇ πολυδειράδος Οὐλύμποιο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δειράς, άδος «κορυφή»]. (II) ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλούς τραχήλους, πολλούς λαιμούς, πολυκέφαλος… … Dictionary of Greek
υποβόσκω — ὑποβόσκω ΝΑ νεοελλ. αναπτύσσομαι κάτω από κάτι, δυναμώνω, ενισχύομαι χωρίς να φαίνομαι (α. «η φωτιά υπέβοσκε τρεις μέρες και με τον άνεμο επεκτάθηκε» β. «υποβόσκει εθνική κρίση») αρχ. μέσ. ὑποβόσκομαι κατατρώγω («σάρκα... ὑποβόσκεται ὕδρης ἰός»,… … Dictionary of Greek